Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcatacómba
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [kataˈkomba] 1 σκοτεινό χωρίς αέρα μέρος 2 κατακόμβη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |