Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


catacómba  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kataˈkomba]

1 σκοτεινό χωρίς αέρα μέρος
2 κατακόμβη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cataclisma catacresi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

casupola (θηλ.ουσ)
catabolico (επίθ.)
catabolismo (ουσ αρσ )
cataclasi (θηλ.ουσ)
cataclisma (ουσ αρσ )
catacomba (θηλ.ουσ)
catacresi (θηλ.ουσ)
catadiottro (ουσ αρσ )
catafalco (ουσ αρσ )
cataforesi (θηλ.ουσ)
catafratta (θηλ.ουσ)
catafratto (αρσ. επίθ και ουσ)
catalessi (θηλ.ουσ)
catalessia (θηλ.ουσ)
catalettico (επίθ.)
cataletto (ουσ αρσ )
catalisi (θηλ.ουσ)
catalitico (επίθ.)
catalizzare (ρ. μτβ.)
catalizzatore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---