Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


casùpola  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kaˈsupola]

1 σπίτι μικρό και βρόμικο
2 χαμόσπιτο
3 καλύβα
4 φτωχόσπιτο
5 ταπεινή κατοικία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  casuista catabolico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

casuale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
casualità (θηλ.ουσ)
casualmente (επίρ.)
casuario (ουσ αρσ )
casuista (ουσ αρσ και θηλ.)
casupola (θηλ.ουσ)
catabolico (επίθ.)
catabolismo (ουσ αρσ )
cataclasi (θηλ.ουσ)
cataclisma (ουσ αρσ )
catacomba (θηλ.ουσ)
catacresi (θηλ.ουσ)
catadiottro (ουσ αρσ )
catafalco (ουσ αρσ )
cataforesi (θηλ.ουσ)
catafratta (θηλ.ουσ)
catafratto (αρσ. επίθ και ουσ)
catalessi (θηλ.ουσ)
catalessia (θηλ.ουσ)
catalettico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---