Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


casualménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [kazualˈmente]

1 απρόσμενα
2 κατά τύχη
3 τυχαία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  casualità casuario  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

castronaggine (θηλ.ουσ)
castrone (ουσ αρσ )
castroneria (θηλ.ουσ)
casuale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
casualità (θηλ.ουσ)
casualmente (επίρ.)
casuario (ουσ αρσ )
casuista (ουσ αρσ και θηλ.)
casupola (θηλ.ουσ)
catabolico (επίθ.)
catabolismo (ουσ αρσ )
cataclasi (θηλ.ουσ)
cataclisma (ουσ αρσ )
catacomba (θηλ.ουσ)
catacresi (θηλ.ουσ)
catadiottro (ουσ αρσ )
catafalco (ουσ αρσ )
cataforesi (θηλ.ουσ)
catafratta (θηλ.ουσ)
catafratto (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---