ItalianoGreco


casuàle  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [kazuˈale]

1 για πέταμα
2 ενδεχόμενος
3 περιστασιακός
4 τυχαίος
5 απροσδόκητος
6 απροσχεδίαστος
7 συμπτωματικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---