Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


casuàle  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [kazuˈale]

1 για πέταμα
2 ενδεχόμενος
3 περιστασιακός
4 τυχαίος
5 απροσδόκητος
6 απροσχεδίαστος
7 συμπτωματικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  castroneria casualità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

castrismo (ουσ αρσ )
castrista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
castronaggine (θηλ.ουσ)
castrone (ουσ αρσ )
castroneria (θηλ.ουσ)
casuale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
casualità (θηλ.ουσ)
casualmente (επίρ.)
casuario (ουσ αρσ )
casuista (ουσ αρσ και θηλ.)
casupola (θηλ.ουσ)
catabolico (επίθ.)
catabolismo (ουσ αρσ )
cataclasi (θηλ.ουσ)
cataclisma (ουσ αρσ )
catacomba (θηλ.ουσ)
catacresi (θηλ.ουσ)
catadiottro (ουσ αρσ )
catafalco (ουσ αρσ )
cataforesi (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---