Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcastóne
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kasˈtone] 1 βάση κρατήματος διάφανης θήκης 2 κυρτή κόψη κοπτικού εργαλείου 3 μεταλλικός δακτύλιος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |