Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcastèllo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kasˈtɛllo] το φρούριο, το κάστρο permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαletto [αρσ.] a castello = οι κουκέτες [f.] Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |