Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


castellétto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kastelˈletto]

1 σημείωμα αναφοράς πηγής είδησης
2 σκηνή θεάτρου
3 υπερυψωμένη εξέδρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  castellatura castello  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

castale (επίθ.)
castano (επίθ.)
castellana (θηλ.ουσ)
castellano (ουσ αρσ )
castellatura (θηλ.ουσ)
castelletto (ουσ αρσ )
castello (ουσ αρσ )
castigamatti (ουσ αρσ )
castigare (ρ. μτβ.)
castigatezza (θηλ.ουσ)
castigatore (αρσ. επίθ και ουσ)
castigo (ουσ αρσ )
castità (θηλ.ουσ)
casto (επίθ.)
castone (ουσ αρσ )
castorino (ουσ αρσ )
castoro (ουσ αρσ )
castrametazione (θηλ.ουσ)
castrare (ρ. μτβ.)
castrato (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---