Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


castàgno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kasˈtaɲɲo]

1 ανοιχτό καστανό χρώμα
2 ξύλο καστανιάς
3 καστανιά

castàgno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kasˈtaɲɲo]

καστανός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  castagnetta castagnola  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

casta (θηλ.ουσ)
castagna (θηλ.ουσ)
castagnaccio (ουσ αρσ )
castagneto (ουσ αρσ )
castagnetta (θηλ.ουσ)
castagno (ουσ αρσ )
castagno (επίθ.)
castagnola (θηλ.ουσ)
castaldo (ουσ αρσ )
castale (επίθ.)
castano (επίθ.)
castellana (θηλ.ουσ)
castellano (ουσ αρσ )
castellatura (θηλ.ουσ)
castelletto (ουσ αρσ )
castello (ουσ αρσ )
castigamatti (ουσ αρσ )
castigare (ρ. μτβ.)
castigatezza (θηλ.ουσ)
castigatore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---