Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cassiterìte  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kassiteˈrite]

κασσιτερίτης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cassino cassone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cassetto (ουσ αρσ )
cassettone (ουσ αρσ )
cassia (θηλ.ουσ)
cassiere (ουσ αρσ )
cassino (ουσ αρσ )
cassiterite (θηλ.ουσ)
cassone (ουσ αρσ )
cassonetto (ουσ αρσ )
cast (ουσ αρσ )
casta (θηλ.ουσ)
castagna (θηλ.ουσ)
castagnaccio (ουσ αρσ )
castagneto (ουσ αρσ )
castagnetta (θηλ.ουσ)
castagno (ουσ αρσ )
castagno (επίθ.)
castagnola (θηλ.ουσ)
castaldo (ουσ αρσ )
castale (επίθ.)
castano (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---