Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcàssero
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈkassero] 1 εσωτερικό κάστρο 2 κιβώτιο με πυρομαχικά 3 δεξιά πλευρά πάνω καταστρώματος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |