Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcàsco
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈkasko] το κράνος, η κάσκα permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαcaschi [αρσ. πλυθ.] blu = οι κυανόκρανοι [m.] Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |