Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcaseifìcio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kazejˈfiʧo] 1 βουτυροκομείο 2 γαλακτοκομείο 3 γαλατάδικο 4 εργοστάσιο ή εργαστήριο παραγωγής τυριών permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |