ItalianoGreco


casàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kaˈsato]

1 επίθετο
2 οικογένεια
3 επώνυμο
4 σόι
5 γενιά
6 γενεαλογικό δέντρο


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---