Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcascàme
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kasˈkame] 1 υπολείμματα μαλλιών που δεν γνέθονται 2 γνάφαλο 3 (al plurale: ((cascami))) φύρα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |