Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcartogràmma
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kartoˈgramma] χάρτης με στατιστικά στοιχεία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |