ItalianoGreco


cartóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [karˈtone]

1 (materiale) το χαρτόνι
2 (scatola) το καρτοκιβώτιο


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


cartone [αρσ.] animato = το μίκι μάους, το κινούμενο σχέδιο



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---