Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcartoncìno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kartonˈʧino] 1 ναστόχαρτο 2 σκληρό χοντρό χαρτί 3 χαρτόνι 4 καρτόνι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |