Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


casàle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kaˈsale]

1 κωμόπολη
2 αγροικία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  casacca casalinga  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cartuccia (θηλ.ουσ)
cartucciera (θηλ.ουσ)
caruncola (θηλ.ουσ)
casa (θηλ.ουσ)
casacca (θηλ.ουσ)
casale (ουσ αρσ )
casalinga (θηλ.ουσ)
casalingo (αρσ. επίθ και ουσ)
casamatta (θηλ.ουσ)
casamento (ουσ αρσ )
casamobile (θηλ.ουσ)
casanova (ουσ αρσ )
casareccio (επίθ.)
casaro (ουσ αρσ )
casata (θηλ.ουσ)
casato (ουσ αρσ )
casba (θηλ.ουσ)
cascaggine (θηλ.ουσ)
cascame (ουσ αρσ )
cascamorto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---