Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cartotècnico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kartoˈtɛkniko]

1 υπάλληλος χαρτοποιίας
2 εργάτης χαρτοποιίας

cartotècnico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kartoˈtɛkniko]

ο της χαρτοποιίας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cartotecnica cartuccia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cartone (ουσ αρσ )
cartonificio (ουσ αρσ )
cartonista (ουσ αρσ και θηλ.)
cartoteca (θηλ.ουσ)
cartotecnica (θηλ.ουσ)
cartotecnico (ουσ αρσ )
cartotecnico (επίθ.)
cartuccia (θηλ.ουσ)
cartucciera (θηλ.ουσ)
caruncola (θηλ.ουσ)
casa (θηλ.ουσ)
casacca (θηλ.ουσ)
casale (ουσ αρσ )
casalinga (θηλ.ουσ)
casalingo (αρσ. επίθ και ουσ)
casamatta (θηλ.ουσ)
casamento (ουσ αρσ )
casamobile (θηλ.ουσ)
casanova (ουσ αρσ )
casareccio (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---