Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcartolàio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kartoˈlajo] 1 έμπορος χαρτικών 2 χαρτοπώλης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |