Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

caràto (ουσ αρσ ) carbonerìa (θηλ.ουσ)
caràttere (ουσ αρσ ) carbonicazióne (θηλ.ουσ)
caratteriàle (επίθ.) carbònico (ουσ αρσ )
caratterìno (ουσ αρσ ) carbònico (επίθ.)
caratterismo (ουσ αρσ ) carbonièra (θηλ.ουσ)
caratterìsta (ουσ αρσ και θηλ.) carbonière (ουσ αρσ )
caratterìstica (θηλ.ουσ) carbonièro (επίθ.)
caratterìstico (επίθ.) carbonìfero (ουσ αρσ )
caratterizzàre (ρ. μτβ.) carbonìfero (επίθ.)
caratterizzazióne (θηλ.ουσ) carbonìle (ουσ αρσ )
caratterologìa (θηλ.ουσ) carbònio (ουσ αρσ )
caratterològico (επίθ.) carbonizzàre (ρ. μτβ.)
caratùra (θηλ.ουσ) carbonizzàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
caravanserràglio (ουσ αρσ ) carbonizzazióne (θηλ.ουσ)
caravèlla (θηλ.ουσ) carborùndo (ουσ αρσ )
carboidràto (ουσ αρσ ) carborùndum (ουσ αρσ )
carbonàia (θηλ.ουσ) carbosiderùrgico (αρσ. επίθ και ουσ)
carbonàio (ουσ αρσ ) carbossiemoglobìna (θηλ.ουσ)
carbonatazióne (θηλ.ουσ) carbossìle (ουσ αρσ )
carbonàto (ουσ αρσ ) carbossìlico (επίθ.)
carbónchio (ουσ αρσ ) carburànte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
carbonchióso (αρσ. επίθ και ουσ) carburàre (ρ.αμτβ.)
carboncìno (ουσ αρσ ) carburàre (ρ. μτβ.)
carbóne (ουσ αρσ ) carburatóre (ουσ αρσ )
carbonélla (θηλ.ουσ) carburazióne (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: