Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cànada, canadà (θηλ.ουσ) canapùle (ουσ αρσ )
canadése (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) canarìno (αρσ. επίθ και ουσ)
canàglia (θηλ.ουσ) canàrio (ουσ αρσ )
canagliàta (θηλ.ουσ) canàsta (θηλ.ουσ)
canaglièsco (επίθ.) cancàn (ουσ αρσ )
canagliùme (ουσ αρσ ) cancellàbile (επίθ.)
canàle (ουσ αρσ ) cancellàre (ρ. μτβ.)
canalétta (θηλ.ουσ) cancellàta (θηλ.ουσ)
canalìcolo (ουσ αρσ ) cancellatùra (θηλ.ουσ)
canalizzàre (ρ. μτβ.) cancellazióne (θηλ.ουσ)
canalizzazióne (θηλ.ουσ) cancellerésco (επίθ.)
canalóne (ουσ αρσ ) cancellerìa (θηλ.ουσ)
cànapa (θηλ.ουσ) cancellieràto (ουσ αρσ )
canapàia (θηλ.ουσ) cancellière (ουσ αρσ )
canapàio (ουσ αρσ ) cancellìno (ουσ αρσ )
cànape (θηλ.ουσ) cancéllo (ουσ αρσ )
canapìcolo (επίθ.) cancerizzàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
canapicoltùra (θηλ.ουσ) cancerizzazióne (θηλ.ουσ)
canapiéro (επίθ.) cancerògeno (επίθ.)
canapifìcio (ουσ αρσ ) cancerologìa (θηλ.ουσ)
canapìna (θηλ.ουσ) canceròlogo (ουσ αρσ )
canapìno (ουσ αρσ ) canceróso (ουσ αρσ )
canapìno (επίθ.) canceróso (επίθ.)
cànapo (ουσ αρσ ) cànchero (ουσ αρσ )
canapóne (ουσ αρσ ) cancrèna (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: