Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bifàse (επίθ.) bigiotterìa (θηλ.ουσ)
bìffa (θηλ.ουσ) bìglia (θηλ.ουσ)
biffàre (ρ. μτβ.) bigliàrdo (ουσ αρσ )
bìfido (επίθ.) bigliettàio (ουσ αρσ )
bifilàre (αρσ. επίθ και ουσ) biglietterìa (θηλ.ουσ)
bifocàle (επίθ.) bigliètto (ουσ αρσ )
bifólco (ουσ αρσ ) bignè (ουσ αρσ )
biforcaménto (ουσ αρσ ) bigodìno (ουσ αρσ )
biforcàre (ρ. μτβ.) bigóncia (θηλ.ουσ)
biforcàrsi (ρ. μ. αμτβ.) bigóncio (ουσ αρσ )
biforcatùra (θηλ.ουσ) bigòtta (θηλ.ουσ)
biforcazióne (θηλ.ουσ) bigotterìa (θηλ.ουσ)
biforcùto (επίθ.) bigottìsmo (ουσ αρσ )
bifórme (επίθ.) bigòtto (ουσ αρσ )
bifrónte (αρσ. επίθ και ουσ) bigòtto (επίθ.)
bìga (θηλ.ουσ) bijou (ουσ αρσ )
bigamìa (θηλ.ουσ) bikìni (ουσ αρσ )
bìgamo (ουσ αρσ ) bilabiàle (θηλ. επίθ και ουσ)
bìgamo (επίθ.) bilabiàto (επίθ.)
bigàtto (ουσ αρσ ) bilàma (επίθ.)
bigèmino (επίθ.) bilància (θηλ.ουσ)
bighellonàre (ρ.αμτβ.) bilanciaménto (ουσ αρσ )
bighellóne (ουσ αρσ ) bilanciàre (ρ. μτβ.)
bighellóni (επίρ.) bilanciàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
bìgio (αρσ. επίθ και ουσ) bilancière (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: