ItalianoGreco


scosciàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [skoʃˈʃata]

1 βαθύ κάθισμα με το ένα πόδι μπροστά και το άλλο πίσω τεντωμένα
2 βαθύ κάθισμα (γυμναστικής)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---