Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scossóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [skosˈsone]

1 δόνηση
2 κραδασμός
3 συγκλονισμός
4 τίναγμα
5 τράνταγμα
6 χτύπημα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scosso scostamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scosciata (θηλ.ουσ)
scoscio (ουσ αρσ )
scossa (θηλ.ουσ)
scossare (ρ. μτβ.)
scosso (επίθ.)
scossone (ουσ αρσ )
scostamento (ουσ αρσ )
scostante (επίθ.)
scostare (ρ.αμτβ.)
scostare (ρ. μτβ.)
scostarsi (ρ. μ. αμτβ.)
scostolare (ρ. μτβ.)
scostumatamente (επίρ.)
scostumatezza (θηλ.ουσ)
scostumato (ουσ αρσ )
scostumato (επίθ.)
scotch (ουσ αρσ )
scotennare (ρ. μτβ.)
scotennatoio (ουσ αρσ )
scotennatore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---