Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scotennatóio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [skotennaˈtojo]

μαχαίρι εκδοράς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scotennare scotennatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scostumatezza (θηλ.ουσ)
scostumato (ουσ αρσ )
scostumato (επίθ.)
scotch (ουσ αρσ )
scotennare (ρ. μτβ.)
scotennatoio (ουσ αρσ )
scotennatore (αρσ. επίθ και ουσ)
scotennatura (θηλ.ουσ)
scoticare (ρ. μτβ.)
scoticatura (θηλ.ουσ)
scotimento (ουσ αρσ )
scotitoio (ουσ αρσ )
scoto (ουσ αρσ )
scoto (επίθ.)
scotofobia (θηλ.ουσ)
scotola (θηλ.ουσ)
scotolare (ρ. μτβ.)
scotolatrice (θηλ.ουσ)
scotolatura (θηλ.ουσ)
scotoma (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---