Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scotòma  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [skoˈtɔma]

μαύρα σημαδάκια στην όραση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scotolatura scotomatico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scotofobia (θηλ.ουσ)
scotola (θηλ.ουσ)
scotolare (ρ. μτβ.)
scotolatrice (θηλ.ουσ)
scotolatura (θηλ.ουσ)
scotoma (ουσ αρσ )
scotomatico (επίθ.)
scotomatoso (επίθ.)
scotta (θηλ.ουσ)
scottamento (ουσ αρσ )
scottante (επίθ.)
scottare (ρ.αμτβ.)
scottare (ρ. μτβ.)
scottarsi (ρ.μ. (αντων.))
scottata (θηλ.ουσ)
scottato (επίθ.)
scottatura (θηλ.ουσ)
scotto (επίθ.)
scout (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
scoutismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---