Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scòtola  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈskɔtola]

1 μηχανή αποφλοίωσης βαμβακιού
2 κόπανος αποφλοίωσης λιναριού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scotofobia scotolare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scotimento (ουσ αρσ )
scotitoio (ουσ αρσ )
scoto (ουσ αρσ )
scoto (επίθ.)
scotofobia (θηλ.ουσ)
scotola (θηλ.ουσ)
scotolare (ρ. μτβ.)
scotolatrice (θηλ.ουσ)
scotolatura (θηλ.ουσ)
scotoma (ουσ αρσ )
scotomatico (επίθ.)
scotomatoso (επίθ.)
scotta (θηλ.ουσ)
scottamento (ουσ αρσ )
scottante (επίθ.)
scottare (ρ.αμτβ.)
scottare (ρ. μτβ.)
scottarsi (ρ.μ. (αντων.))
scottata (θηλ.ουσ)
scottato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---