Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscotiménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [skotiˈmento] 1 παραδαρμός 2 κλονισμός 3 ταλάντευση 4 κλυδωνισμός 5 σείσιμο 6 σάλεμα 7 απόσειση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |