Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscotennatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [skotennaˈtura] 1 αφαίρεση δέρματος κρανίου 2 εκδορά 3 γδάρσιμο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |