scostumàto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [skostuˈmato]
ακόλαστος άνθρωπος
scostumàto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [skostuˈmato]
1 κακοαναθρεμμένος
2 ξεσκολισμένος
3 αγενής
4 άξεστος
5 αγροίκος
6 ανήθικος
7 έκδοτος
8 ακόλαστος
9 έκλυτος
10 έκφυλος
11 ασελγής
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [skostuˈmato]
ακόλαστος άνθρωπος
scostumàto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [skostuˈmato]
1 κακοαναθρεμμένος
2 ξεσκολισμένος
3 αγενής
4 άξεστος
5 αγροίκος
6 ανήθικος
7 έκδοτος
8 ακόλαστος
9 έκλυτος
10 έκφυλος
11 ασελγής
permalink
scostumato (ουσ αρσ )
scostumato (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android