Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scostumatézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [skostumaˈtettsa]

1 έκλυση
2 κακή συμπεριφορά
3 κακή ανατροφή
4 διαστροφή
5 ακολασία
6 ελευθεριότητα
7 ανηθικότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scostumatamente scostumato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scostare (ρ.αμτβ.)
scostare (ρ. μτβ.)
scostarsi (ρ. μ. αμτβ.)
scostolare (ρ. μτβ.)
scostumatamente (επίρ.)
scostumatezza (θηλ.ουσ)
scostumato (ουσ αρσ )
scostumato (επίθ.)
scotch (ουσ αρσ )
scotennare (ρ. μτβ.)
scotennatoio (ουσ αρσ )
scotennatore (αρσ. επίθ και ουσ)
scotennatura (θηλ.ουσ)
scoticare (ρ. μτβ.)
scoticatura (θηλ.ουσ)
scotimento (ουσ αρσ )
scotitoio (ουσ αρσ )
scoto (ουσ αρσ )
scoto (επίθ.)
scotofobia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---