Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscottàta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [skotˈtata] 1 ζεματιστό νερό 2 ζεμάτισμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |