Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scóvolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈskovolo]

1 μάκτρο
2 ράβδος καθαρισμού
3 ξυλαράκι με μπαμπάκι στην άκρη
4 ταμπόν
5 σφουγγαρίστρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scovolino scozia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scoutista (θηλ.ουσ)
scoutistico (επίθ.)
scovare (ρ. μτβ.)
scovolare (ρ. μτβ.)
scovolino (ουσ αρσ )
scovolo (ουσ αρσ )
scozia (θηλ.ουσ)
scozzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
scozzata (θηλ.ουσ)
scozzese (ουσ αρσ )
scozzese (θηλ.ουσ)
scozzese (επίθ.)
scozzonare (ρ. μτβ.)
scozzonatore (ουσ αρσ )
scozzonatura (θηλ.ουσ)
scozzone (ουσ αρσ )
scranna (θηλ.ουσ)
screanzato (ουσ αρσ )
screanzato (επίθ.)
screditare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---