Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscozzonatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [skottsonaˈtore] 1 δαμαστής (αλόγου) 2 εκπαιδευτής (αλόγου) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |