ItalianoGreco


screditàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [skrediˈtato]

1 που έχει κακές συστάσεις
2 ανυπόληπτος
3 σπιλωμένος
4 συκοφαντημένος
5 κακόφημος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---