Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scrànna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈskranna]

1 εδώλιο
2 έδρανο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scozzone screanzato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scozzese (επίθ.)
scozzonare (ρ. μτβ.)
scozzonatore (ουσ αρσ )
scozzonatura (θηλ.ουσ)
scozzone (ουσ αρσ )
scranna (θηλ.ουσ)
screanzato (ουσ αρσ )
screanzato (επίθ.)
screditare (ρ. μτβ.)
screditarsi (ρ.μ. (αντων.))
screditato (επίθ.)
scredito (ουσ αρσ )
scremare (ρ. μτβ.)
scremato (επίθ.)
scrematrice (θηλ.ουσ)
scrematura (θηλ.ουσ)
screpolare (ρ.αμτβ.)
screpolare (ρ. μτβ.)
screpolarsi (ρ. μ. αμτβ.)
screpolato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---