Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scozzóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [skotˈtsone]

1 δαμαστής (αλόγου)
2 εκπαιδευτής (αλόγου)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scozzonatura scranna  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scozzese (θηλ.ουσ)
scozzese (επίθ.)
scozzonare (ρ. μτβ.)
scozzonatore (ουσ αρσ )
scozzonatura (θηλ.ουσ)
scozzone (ουσ αρσ )
scranna (θηλ.ουσ)
screanzato (ουσ αρσ )
screanzato (επίθ.)
screditare (ρ. μτβ.)
screditarsi (ρ.μ. (αντων.))
screditato (επίθ.)
scredito (ουσ αρσ )
scremare (ρ. μτβ.)
scremato (επίθ.)
scrematrice (θηλ.ουσ)
scrematura (θηλ.ουσ)
screpolare (ρ.αμτβ.)
screpolare (ρ. μτβ.)
screpolarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---