Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscozzése
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [skotˈtsese], [skotˈtseze] 1 σκωτσέζικη διάλεκτος 2 Σκωτσέζος scozzése ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [skotˈtsese], [skotˈtseze] Σκωτσέζα scozzése επίθετο Προσφορά I.P.A.: [skotˈtsese], [skotˈtseze] 1 σκωτσέζικος 2 σκοτσέζικος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |