Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scovàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [skoˈvare]

1 ανευρίσκω
2 ανακαλύπτω
3 αποκαλύπτω
4 φέρνω στο φως
5 εξάπτω
6 ξεσηκώνω
7 ξετρυπώνω
8 βγάζω από τη φωλιά (θήραμα)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scoutistico scovolare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scout (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
scoutismo (ουσ αρσ )
scoutista (ουσ αρσ )
scoutista (θηλ.ουσ)
scoutistico (επίθ.)
scovare (ρ. μτβ.)
scovolare (ρ. μτβ.)
scovolino (ουσ αρσ )
scovolo (ουσ αρσ )
scozia (θηλ.ουσ)
scozzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
scozzata (θηλ.ουσ)
scozzese (ουσ αρσ )
scozzese (θηλ.ουσ)
scozzese (επίθ.)
scozzonare (ρ. μτβ.)
scozzonatore (ουσ αρσ )
scozzonatura (θηλ.ουσ)
scozzone (ουσ αρσ )
scranna (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---