ItalianoGreco


scòssa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈskɔssa]

1 (elettrica) ηλεκτρική εκκένωση
2 (tellurica) σεισμική δόνηση


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


prendere la scossa = με τινάζει το ρεύμα



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---