Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scòscio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈskɔʃʃo]

1 καβάλος
2 βαθύ κάθισμα με το ένα πόδι μπροστά και το άλλο πίσω τεντωμένα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scosciata scossa  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scoscendimento (ουσ αρσ )
scosceso (επίθ.)
scosciare (ρ. μτβ.)
scosciarsi (ρ.μ. (αντων.))
scosciata (θηλ.ουσ)
scoscio (ουσ αρσ )
scossa (θηλ.ουσ)
scossare (ρ. μτβ.)
scosso (επίθ.)
scossone (ουσ αρσ )
scostamento (ουσ αρσ )
scostante (επίθ.)
scostare (ρ.αμτβ.)
scostare (ρ. μτβ.)
scostarsi (ρ. μ. αμτβ.)
scostolare (ρ. μτβ.)
scostumatamente (επίρ.)
scostumatezza (θηλ.ουσ)
scostumato (ουσ αρσ )
scostumato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---