Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscòscio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈskɔʃʃo] 1 καβάλος 2 βαθύ κάθισμα με το ένα πόδι μπροστά και το άλλο πίσω τεντωμένα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |