ItalianoGreco


scoscendiménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [skoʃʃendiˈmento]

1 καθίζηση εδαφική
2 κατακρήμνιση εδάφους
3 κατολίσθηση
4 απότομη κατηφόρα
5 γκρεμός
6 απότομη πλευρά βράχου ή πάγου


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---