Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scoscendiménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [skoʃʃendiˈmento]

1 καθίζηση εδαφική
2 κατακρήμνιση εδάφους
3 κατολίσθηση
4 απότομη κατηφόρα
5 γκρεμός
6 απότομη πλευρά βράχου ή πάγου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scoscendersi scosceso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scorzatura (θηλ.ουσ)
scorzonera (θηλ.ουσ)
scoscendere (ρ.αμτβ.)
scoscendere (ρ. μτβ.)
scoscendersi (ρ. μ. αμτβ.)
scoscendimento (ουσ αρσ )
scosceso (επίθ.)
scosciare (ρ. μτβ.)
scosciarsi (ρ.μ. (αντων.))
scosciata (θηλ.ουσ)
scoscio (ουσ αρσ )
scossa (θηλ.ουσ)
scossare (ρ. μτβ.)
scosso (επίθ.)
scossone (ουσ αρσ )
scostamento (ουσ αρσ )
scostante (επίθ.)
scostare (ρ.αμτβ.)
scostare (ρ. μτβ.)
scostarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---