ItalianoGreco


scosciàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [skoʃˈʃare]

κόβω τα πόδια (κοτόπουλου κλπ)

scosciarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [skoʃˈʃarsi]

κάνω βαθύ κάθισμα με το ένα πόδι μπροστά και το άλλο πίσω τεντωμένα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---