Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscoscéndere, scoscèndere
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [skoʃˈʃendere], [skoʃˈʃɛndere] 1 διχάζομαι 2 διασπώμαι 3 διαχωρίζομαι 4 καταρρέω 5 διαμοιράζομαι scoscéndere, scoscèndere ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [skoʃˈʃendere], [skoʃˈʃɛndere] 1 διαλύω 2 διασπώ 3 διαχωρίζω 4 αποχωρίζω scoscéndersi, scoscèndersi ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [skoʃˈʃendersi], [skoʃˈʃɛndersi] 1 διχάζομαι 2 διασπώμαι 3 διαχωρίζομαι 4 καταρρέω 5 διαμοιράζομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |