Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scossàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [skosˈsare]

1 τραντάζω
2 συγκλονίζω
3 σειώ
4 διασαλεύω
5 τινάζω
6 ταρακουνώ
7 διασείω
8 κινώ
9 δονώ
10 σείω
11 κλονίζω
12 σαλεύω
13 πάλλω
14 κουνώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scossa scosso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scosciare (ρ. μτβ.)
scosciarsi (ρ.μ. (αντων.))
scosciata (θηλ.ουσ)
scoscio (ουσ αρσ )
scossa (θηλ.ουσ)
scossare (ρ. μτβ.)
scosso (επίθ.)
scossone (ουσ αρσ )
scostamento (ουσ αρσ )
scostante (επίθ.)
scostare (ρ.αμτβ.)
scostare (ρ. μτβ.)
scostarsi (ρ. μ. αμτβ.)
scostolare (ρ. μτβ.)
scostumatamente (επίρ.)
scostumatezza (θηλ.ουσ)
scostumato (ουσ αρσ )
scostumato (επίθ.)
scotch (ουσ αρσ )
scotennare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---