Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

εκπωματίζω {εκπωμάτισ... έκσταση {-ης κ. -ά...
εκράν [ουσ ουδ.] εκστασιάζομαι {εκστασιάσ...
εκρέω {εξέρρευσα... εκστασιάζω [ρ. μτβ.]
εκρέων [επίθ.] εκστασιασμένος [επίθ.]
εκρήγνυμαι {εξερράγην... εκστατικός [επίθ.]
εκρηκτικό [ουσ ουδ.] εκστομίζομαι [ρ. παθ.]
εκρηκτικός [επίθ.] εκστομίζω {εκστόμισα...
εκρηκτικότατος [επίθ.] εκστόμιση [θηλ.ουσ]
εκρηκτικότερος [επίθ.] εκστρατεία [θηλ.ουσ]
εκρηκτικώτατος [επίθ.] εκστρατεύω αόρ. και ε...
εκρηκτικώτερος [επίθ.] εκσυγχρονίζομαι [ρ. παθ.]
έκρηξη {-ης κ. -ή... εκσυγχρονίζω {εκσυγχρόν...
εκρηξιγενής {εκρηξιγεν... εκσυγχρονισμένος [επίθ.]
εκριζώνω {εκρίζω-σα... εκσυγχρονισμός [ουσ αρσ ]
εκρίζωση [θηλ.ουσ] εκσυγχρονιστικός [επίθ.]
εκριζωτής [ουσ αρσ ] εκσυγχρονίστρια [θηλ.ουσ]
εκροή [θηλ.ουσ] εκσφενδονίζομαι [ρ. παθ.]
έκρυθμος [επίθ.] εκσφενδονίζω (εκσφενδόν...
εκρωσίζομαι [ρ. παθ.] εκσφενδόνιση [θηλ.ουσ]
εκσκάπτω [ρ. μτβ.] εκσφενδονισμός [ουσ αρσ ]
εκσκαφέας {εκσκαφ-εί... έκτακτα [επίρ.]
εκσκαφή [θηλ.ουσ] έκτακτος [επίθ.]
εκσπερματώνω (εκσπερμάτ... εκτακτοσυστολή [θηλ.ουσ]
εκσπερμάτωση [θηλ.ουσ] εκτακτοσυστολικός [επίθ.]
εκσπώ {εκσπάς...... εκτάκτως [επίρ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: