Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεκσυγχρονίζομαι
ρήμα παθητικό 1 aggiorna`rsi 2 modernizza`rsi 3 rimoderna`rsi εκσυγχρονίζω ρήμα μεταβατικό 1 modernizza`re, ammoderna`re εκσυγχρονίζω ένα εργοστάσιο == modernizzare una fabbrica 2 rinnova`re, modernizza`re εκσυγχρονίζω τη δημόσια διοίκηση == modernizzare l' amministrazione pubblica permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |