Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόέκτακτος
επίθετο 1 straordina`rio, specia`le, ecceziona`le έκτακτη συνέλευση == assemblea straordinaria | έκτακτος καθηγητής == professore straordinario | έκτακτο δικαστήριο == tribunale straordinario | έκτακτα μέτρα == misure eccezionali d'emergenza 2 ecceziona`le, straordina`rio, d'eccezio`ne έκτακτος συνεργάτης == collaboratore d'eccezione permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματασε περίπτωση έκτακτης ανάγκης = in caso d'emergenza Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |