Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


έκταση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 movimento estensio`ne ~f~ έκταση, πρόταση, ανάταση! == braccia in fuori, in avanti, in alto!
2 grandezza estensio`ne ~f~, superfi`cie ~f~ έκταση oικοπέδου == estensione di un terreno
3 territo`rio, zo`na άγονες εκτάσεις == territori aridi
4 estensio`ne ~f~, dimensio`ne ~f~, porta`ta ~f~ έκταση ζημιών == portata dei danni
5 linguistica allungame`nto ~m~ εν εκτάσει == per esteso

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εκτάριο Εκτασία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---